ἐπιταχύνει

ἐπιταχύνει
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
pres ind mp 2nd sg
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
pres ind act 3rd sg
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
pres ind mp 2nd sg
ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω
hasten on
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… …   Dictionary of Greek

  • οξυπόριος — ὀξυπόριος και ὀξύπορος, ον (Α) [οξυπόρος] 1. (για φάρμακο) αυτός που επιταχύνει τη χώνευση, πεπτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξυπόριον και ὀξύπορον φάρμακο που επιταχύνει την πέψη …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 …   Dictionary of Greek

  • ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • ατσελεράντο — το οδηγία προς τον εκτελεστή μουσικού κομματιού να επιταχύνει βαθμιαία τη ρυθμική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accelerando] …   Dictionary of Greek

  • επισπουδαστής — ἐπισπουδαστής, o (A) [επισπουδάζω] αυτός που επισπεύδει, που επιταχύνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”